- καρυδότσουφλο
- καρυδότσουφλο, το και καρυδότσοφλο, τοτο τσόφλι του καρυδιού: Μερικά καρύδια έχουν σκληρά καρυδότσουφλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρυδότσουφλο — το 1. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού 2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών 3. πολύ ελαφρό σκάφος που τό παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + τσουφλο (< τσόφλι)] … Dictionary of Greek
καρυοναύτης — καρυοναύτης, ὁ (Α) αυτός που πλέει μέσα σε καρυδότσουφλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ναύτης] … Dictionary of Greek